Τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται 100 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Παπαδιαμάντη. Ας τον τιμήσουμε αναδημοσιεύοντας ένα πολύ όμορφο διήγημά του. Αναφέρεται σε ένα σκιαθίτη λεμβούχο, μάλλον γραφικό, λίγο κουτοπόνηρο αλλά και ανεπρόκοπο, ο οποίος επινοεί ένα φανταστικό σύντροφο, τον Πανταρώτα, για να καταφέρνει να ξεπερνά τις απαιτήσεις του νόμου, που προέβλεπε δύο τουλάχιστο άτομα πλήρωμα σε κάθε πλοιάριο. Γραφικές σκηνές και περιπέτειες στα λιμανάκια της Στερεάς κι ιδιαίτερα σ' αυτά του Μαλιακού και του Οπούντιου κόλπου.
(υδατογραφία: Kolenberger 1833)
Ο Οπούντιος κόλπος (με την Αταλάντη στο βάθος) όπου διαδραματίζονται μερικά από τα επεισόδια του Πανταρώτα
Ο ΠΑΝΤΑΡΩΤΑΣ
Ναυτικόν διήγημα
Ο μπάρμπ' Αλέξης ο Καλοσκαιρής δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του.
Καλά που ευρέθη κι αυτό το υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος, δια να θαλασσοπνίγεται και πορίζηται τα προς το ζην ο μπάρμπ' Αλέξης. Ήτο πτωχός, πάμπτωχος. Τόσα χρόνια που εγύριζε στην ξενητειά κι εταξίδευε με ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπήν δεν είχεν ιδεί. Παραπάνω από λοστρόμος, δεν κατώρθωσε να φθάσει. Άλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, απέκτησαν σκούνες και βρίκια, και δυο-τρεις μάλιστα ευρίσκοντο, το-σήμερο, με μπάρκα. Κι αυτός δεν είχε το-σήμερο, ουδ' ένα κότερο, μόνον ήτον ηναγκασμένος μ' αυτήν την παλιόβαρκα ν' αγωνίζεται να πορισθεί τον άρτον της οικογενείας του. Και είχεν οίκοι δύο «αδύνατα μέρη», εν ώρα γάμου, και οι γαμβροί, κατάλαβες, το-σήμερο, γυρεύουν πολλά. Σπίτι, αμπέλι, ελαιώνα, παλιοχώραφα, τα χρειαζούμενα του σπιτιού όλα, και το μέτρημα χωριστά.
Μήπως είχε, τουλάχιστον, βοήθειαν από κανένα; Εκ των δύο υιών του ο νεότερος ο Δημήτρης, καλή του ώρα, υπηρετούσε, ας είχε ζωή, εις το Βασιλικόν Ναυτικόν. Καλά ναυτικά ήθελε μάθει! Ο άλλος, ο Αποστόλης ο μεγαλύτερος, έλειπε χρόνια εις τους ωκεανούς. «Ούτε γράμμα ούτε απηλογιά». Προ τριών ετών είχε μάθει ότι ήτο με έν αγγλικόν ατμόπλοιον ναύτης, και ότι περνούσε για Ιταλός. Ας πα - να περνούσε και για Σκλαβούνος! Αυτός διάφορο δεν είχε.
Ως ο κατάδικος εις το ικρίωμά του, ως ο κοχλίας εις το κέλυφός του, ο μπάρμπ' Αλέξης ήτο προσηλωμένος εις την λέμβον του. Εταξίδευε μεταξύ Μιτζέλας, Στυλίδος, Λιχάδος, Ωρεών και Αιδηψού. Διεπόρθμευε κάτι μικρά εμπορεύματα, σπανίως επιβάτας. Άπαξ του μηνός κατέπλεεν εις την χθαμαλήν ευλίμενον νήσον του, δια να φέρη εξοικονόμησιν εις την γριά και εις τας δύο κόρας του.
Το πάλαι είχε σύντροφον εις την λέμβον τον γερο-Σαλαμάστρα (καλά που ηύρε συμπλωτήρα αρκετά ριψοκίνδυνον)· αλλ' ο γερο-Σαλαμάστρας δεν ήτο ευχαριστημένος από το μερδικό, εγόγγυζεν απαύστως και μίαν πρωίαν του έφυγε και τον άφησε «μες στη μέση». Ύστερον, «από φεγγάρι σε φεγγάρι» είχεν ενίοτε τον μπαρμπα-Γιάννη τον Λαλούμενον. Αλλ' ο μπαρμπα-Γιάννης ο Λαλούμενος συνήθειαν είχε, την ημέραν του απόπλου, να συμπίνει με τους φίλους, και ουχί σπανίως το ταξίδι ανεβάλλετο εξ αιτίας του, ή ο ναύλος εναυάγει εξ ολοκλήρου. Ο μπάρμπ' Αλέξης ηναγκάσθη να τον αποπέμψει.
Τελευταίον και μόνιμον σύντροφον προσέλαβε τον Γιάννην τον Πανταρώτα.
Τι περίφημος άνθρωπος αυτός ο Γιάννης ο Πανταρώτας! Ηδύνατό τις να τον ονομάσει και Γιάννην Άπιαστον. Ο μπάρμπ' Αλέξης μάλιστα τον εναυτολόγει υπό το όνομα «Ιωαννίδης». Υπελόγιζεν ότι αν υπάρχουσιν ανά τον ελληνικόν κόσμον εκατόν χιλιάδες έγγαμοι Γιάννηδες και Γιάνναιναι χήρες, θα είναι, κατά μέσον όρον, διακόσιαι πενήντα ή τριακόσιαι χιλιάδες Ιωαννίδαι. Και μετά τρεις γενεάς, ότε (αν περισωθεί το ελληνικό γένος) τα εις ίδης και αδης θ' απαντώνται μόνον εις τα ηρωικοκωμικά επύλλια, τις θα ευρεθεί ν' ανησυχήσει αν οι ζήσαντες Ιωαννίδαι ήσαν σωστοί τριακόσιαι χιλιάδες ή τριακόσιαι χιλιάδες και είς;
Το αληθές είναι, ότι ο μπάρμπ' Αλέξης ο Καλοσκαιρής έτρεφε μεγάλην στοργήν προς τον συμπλωτήρα του, τον Πανταρώταν. Δεν εμερίμνα τόσον περί του εαυτού του, αν θ' αξιωθεί να λάβει σύνταξιν από το Ναυτικόν Απομαχικόν Ταμείον, όσον περί του συντρόφου του. Εκεί που έπλεεν από κάβον εις κάβον, από αιγιαλόν εις αιγιαλόν, ίστατο μίαν στιγμήν, άφηνε την κώπην, έφερε την χείρα εις το μέτωπον, κι έλεγε:
- Το ελάχιστο, αυτός ο Ιωαννίδης δε θα πάρει τίποτε σύνταξη; Τον ναυτολογώ ταχτικά! Τίποτε δεν του λείπει. Τα χαρτιά του είναι σωστά. Εγώ, ας κουρεύωμαι!
Και στρεφόμενος προς μεσηβρίαν έκαμνεν λίαν εκφραστικήν χειρονομίαν, με τον αντίχειρα και με το δείκτην λέγων:
- Όρσε, κουβέρνο!
αξίζει να διαβάσουμε τη συνέχεια πατώντας ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου