ΕΝΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΛΑΜΙΩΤΗ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΟΥ, ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΟΡΗ
Ας παραστήσω πάλι τον Ανταίο κι ας σκύψω στη Γη της Μνήμης για να αντλήσω δύναμη, σε μια εποχή όπου μνήμη και ιστορία και παράδοση, ακόμη και τα τραύματα χωρίς να έχουν επουλωθεί έχουν καλυφθεί από μια πλαστική ουσία, συχνά επιζωγραφισμένη.
Χειμώνας του 1942, η χρονιά της μεγάλης πείνας. Παραμονή Χριστουγέννων. Τόπος: η μικρή επαρχιακή πρωτεύουσα νομού όπου κατοικούμε. Ο πατέρας εκπαιδευτικός, η μητέρα οικοκυρά και δύο, τότε, αδέλφια πέντε και τριών ετών. Η οικογένεια έχει ενοικιάσει ένα ισόγειο διαμέρισμα σ' ένα παλιό, όμορφο στις καλές εποχές νεοκλασικό. Η πόλη μας είχε κάποτε πολλά τέτοια αρχοντικά σπίτια μεγαλοαστών, αφού υπήρξε κέντρο εμπορίου που τροφοδοτούσε δεκάδες κωμοπόλεις και χωριά της επαρχίας (Στυλίδα, Δομοκό, Μακρακώμη, Σπερχειάδα, Υπάτη, Αταλάντη, Καμένα Βούρλα, Μώλο, Ράχες, Πελασγία, έως τις παρυφές της Παρνασσίδος της Βοιωτίας, της Θεσσαλιώτιδος και της Φωκίδας).
Το ετήσιο παζάρι της πόλης, εμποροπανήγυρις και ζωοπανήγυρις που απλωνόταν σε μεγάλα κεντρικά οικοδομικά τετράγωνα στο κέντρο της πόλης και κοντά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό, ήταν μια βαβυλωνία ειδών (προικός, νοικοκυριού, αγροτικών, εμπορικών, τεχνικών εργαλείων). Έως την εποχή που η πόλη, λόγω του εμφυλίου, φιλοξένησε τους λεγόμενους συμμοριτοπλήκτους ξεσπιτωμένους νοικοκύρηδες από τα ορεινά κυρίως χωριά, όπου οι τόποι σύγκρουσης των ομόγλωσσων αντιπάλων, κυριαρχούσε αυτό το αρχοντικό αρχιτεκτονικό ύφος: σπίτια διώροφα με ωραία μπαλκόνια και σκαλιστά φορούσια αλλά και τουρκικής αρχιτεκτονικής ξύλινα χαγιάτια με υπέροχες εξωτερικές σκάλες, μαρμάρινες, ξύλινες και σιδερένιες. Το εμπορικό κέντρο - με τέσσερις μεγάλες πλατείες που ενώνονταν με άνετους μεταξύ τους δρόμους και συγκεντρωμένα γύρω τους μητροπολιτικό ναό, Τράπεζα Ελλάδος, ξενοδοχεία, ζαχαροπλαστεία, το ηρώο και το άγαλμα του Αθανασίου Διάκου - ήταν σχεδιασμένο σοφά. Η πόλη είχε αποχετευτικό δίκτυο, δεν θυμάμαι ποτέ να είχα δει όχημα εκκενώσεως βόθρων. Εξάλλου είχε και ένα άρτιο σύστημα ύδρευσης με άφθονο, φθηνό νερό (δεν θυμάμαι να πληρώναμε ακόμη και για σπάταλη χρήση). Η ύδρευση γινόταν από τον καθαρό, τότε, Γοργοπόταμο. Η πόλη είχε και κινηματογράφους και χοροδιδασκαλείο. Σ' αυτό κυριαρχούσε η έντονη κοσμική παρουσία του δασκάλου μοντέρνων χορών, που δεν ήταν άλλος από τον πατέρα τού αργότερα φίλου, μακαρίτη πια, ποιητή Σπύρου Τσακνιά.
Πριν η πόλη, λοιπόν, αλλοιωθεί από τους παρεπίδημους χωρικούς που παρέμειναν, αφού κενώθηκαν οι καταυλισμοί των «συμμοριτοπλήκτων» μετά το τέλος του εμφυλίου (1949), ήταν μια μαζεμένη πόλη 12.000 - 15.000 κατοίκων στη δεκαετία του '40, κτισμένη σε τρεις λόφους και με θέα προς τον μεγάλο κάμπο του Σπερχειού ποταμού.
Τα Χριστούγεννα του '42 η πείνα θέριζε τους κατοίκους των πόλεων, όσους δεν είχαν χωράφια (και οι περισσότεροι δεν ήταν γεωργοί ούτε βέβαια κτηνοτρόφοι• στην πλειονότητά τους οι κάτοικοι της πόλης ήταν έμποροι, τεχνίτες και δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι), ενώ το νόμισμα άρχισε να μην έχει αξία και να πληθωρίζεται - αλλά κι όταν υπήρχε δεν υπήρχαν προϊόντα και κυρίως τρόφιμα στην αγορά. Είχαν ήδη κατακλύσει και την πόλη μας οι μαυραγορίτες πουλώντας λάδι, όσπρια, δημητριακά και κυρίως φάρμακα εκβιάζοντας και αποσπώντας ως αμοιβή τιμαλφή, πιάνα, είδη προικός, ασημικά, γούνες, τουαλέτες και εγκυκλοπαίδειες. Ο πατέρας μου έδωσε για λίγα τρόφιμα, μερικά κουφέτα κινίνο (η ελονοσία θέριζε) και ένα μπουκάλι λάδι τη μνημειώδη εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», κρατώντας, ευτυχώς, του «Ελευθερουδάκη» και το «Μέγα Λεξικό» του Δημητράκου, μοναδική μας τροφή παιδείας για πολλά χρόνια. Εκείνος ο χειμώνας του '42 ήταν ανελέητος. Εμείς τα παιδιά δεν είχαμε δει ποτέ τόσο χιόνι και νομίζω πως, εξήντα χρόνια μετά, δεν έχω ξαναδεί. Μέναμε συχνά δύο και τρεις μέρες αποκλεισμένοι σπίτι με μόνη θέρμανση το τζάκι και στα δωμάτια ύπνου τα μαγκάλια όπου καίγαμε πυρήνα, δηλαδή λειωμένα στο λιοτρίβι λιοκούκουτσα. Κοιμόμασταν φορώντας τα παλτά μας και στο κεφάλι η μάνα μάς τύλιγε με μάλλινα κασκόλ, έτσι που φαινόταν το κεφαλάκι μου στο μαξιλάρι σαν μπόγος ή σαν τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Για πρωινό τρώγαμε κουρκούτι, βρασμένο σιτάλευρο (όσο είχε οικονομήσει ο πατέρας πουλώντας τη μοναδική του περιουσία, τα βιβλία) με λίγο λάδι να κολυμπάει. Μεσημέρι-βράδυ φασόλια ή φακές. Η μάνα, παλιά αγρότισσα, ήξερε να ζυμώνει και θα μπορούσε να φτιάξει μια κουλουρίτσα ψωμί με το λίγο αλεύρι.
Ο φούρνος της γειτονιάς ήταν σχεδόν μεσοτοιχία με το σπίτι μας. Αλλά ντρεπόταν, γιατί πιθανόν το καρβελάκι μου να ήταν το μοναδικό, αν αποφάσιζε ο φούρναρης να «κάψει» τον φούρνο για ένα ψωμί στο ταψάκι.
Και ξαφνικά το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων που στριμωγμένοι γύρω από το τζάκι ψήναμε κοκόσες (σπόρους καλαμποκιού - πού να ξέραμε τότε το ευγενικό όνομα κορνφλέικς!) που καθώς θερμαίνονταν ανοίγανε σαν νιφάδες χιονιού κάνοντας κρότο, κτύπησε το ρόπτρο της ξύλινης εξώπορτας. Ξαμπαρώσαμε και βρεθήκαμε μπροστά στο απρόσμενο θαύμα: ο Μάγος με τα δώρα. Ο αδελφός της μάνας μας, ένας λεβέντης πυρόξανθος αγρότης, είχε έρθει από την Αταλάντη, δέκα ώρες δρόμο μ' ένα αμαξάκι που είχε ξεμείνει στην κωμόπολη (απ' αυτά τα κομψά που βλέπουμε ακόμη στην Κηφισιά) με ζεμένο ένα υπέροχο καστανότριχο άλογο, τον Ντορή. Μείναμε όλοι άναυδοι. Η εικόνα ήταν σχεδόν μυθική. Το άλογο μέχρι το γόνα μέσα στο χιόνι, το αμαξάκι με ένα μέτρο χιόνι και ο θείος Θεμιστοκλής με ένα στρατιωτικό αμπέχονο (πριν έναν χρόνο είχε γυρίσει από την Αλβανία όπου υπηρέτησε στο Ορεινό Πυροβολικό) κατάλευκος.
«Καλώς σας βρήκα νοικοκυραίοι», είπε. «Δεν άντεχα να κάνετε Χριστούγεννα με κουρκούτι, φασόλια και μπαμπανέτσα και μαμαλίγκα (πίτες με άγρια λαχανικά και κουρκούτι καλαμποκάλευρου). Ήρθα να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί. Εμείς εκεί κάτω δεν πεινάμε, έχουμε τα χωράφια μας, τα πιθάρια μας, τα κατώγια γεμάτα γεννήματα, τις κοτούλες, τα γαλιά και τις προβατίνες. Σας έφερα μαγειρεμένα, ψημένα φαγητά, μηλαράκια, σταφίδες, κάστανα, απίδια και η γιαγιά σας στέλνει και μια γυάλα με γλυκό κυδώνι του κουταλιού».
Αλαλάξαμε. Θυμάμαι τη μάνα σε μια γωνιά του διαδρόμου να σταυροκοπιέται κρυφά και να σκουπίζει τα δάκρυά της. Ο πατέρας, πάντα περήφανος, είπε το κλασικό του: «Ήταν ανάγκη να κάνεις τόσο δρόμο με τέτοιο ψόφο, βρε αδελφέ; Θα κουτσοπερνάγαμε». Ο θείος τον κοίταξε στα μάτια και είπε απλά αφοπλιστικά: «Δεν τα έφερα για σένα, για τα παιδιά σας κόπιασα. Αν δεν θες, μην τα φας». Ο πατέρας πειράχτηκε και είπε: «Σ' ευχαριστούμε για τον κόπο σου, μα σκέφτομαι την ταλαιπωρία». «Ποια ταλαιπωρία;», είπε ο Θεμιστοκλής. «Την ξέχασα μόλις είδα αυτές τις κόκκινες μυτίτσες και άκουσα τις φωνούλες τους. Αλλά πρέπει να ξεπεζέψω».
Έλυσε το άλογο, τράβηξε το αμάξι σ' έναν παράδρομο, ξεφόρτωσε τα καλούδια του και κρατώντας τα γκέμια του Ντορή δήλωσε χωρίς να σηκώνει αντίρρηση: «Το άλογο δεν μπορεί να μείνει ούτε στον δρόμο ούτε στην ξέσκεπη αυλή σας. Θα ψοφήσει. Πρέπει να περάσει τη νύχτα στον διάδρομο». Κανένας δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται. Το σπίτι είχε την κλασική διαρρύθμιση των παλιών νεοκλασικών. Διάδρομος με ασπρόμαυρα πλακάκια και ανά δύο δωμάτια εκατέρωθεν. Η κουζίνα, ο απόπατος και το πλυσταριό στην αυλή. Επειδή κάποτε το διώροφο φαίνεται να ήταν ενιαία κατοικία, στο βάθος του διαδρόμου υπήρχε ξύλινη σκαλιστή σκάλα για τον πάνω όροφο. Τώρα η καταπακτή ήταν καρφωμένη και η σκάλα χρησίμευε και για πρόχειρη αποθήκη.
Ο Ντορής εγκαταστάθηκε κάτω από την σκάλα μ' ένα μπουγέλο νερό και κρεμασμένο στον λαιμό του ένα ταγάρι με βρώμη και κριθάρι, άρχοντας. Ο θείος τον σκούπισε καλά καλά με ένα μάλλινο στεγνό παλιό πουλόβερ και ο Ντορής τον κοίταζε στα μάτια με στοργή.
Να πω πως ήταν η ωραιότερη παραμονή Χριστουγέννων της ζωής μου; Η μάνα έλαμπε από χαρά, έβγαλε τα καλά σερβίτσια, έστρωσε το λινό τραπεζομάντιλο. Θυμάμαι πως άναψε και ένα κερί. Φάγαμε του σκασμού. Ο θείος έλεγε τα νέα της γιαγιάς, των αδελφάδων τής μητέρας, για τη συγκομιδή, τα ζώα του, τον πρόσφατο γάμο του με μια πρωτοπόρο νηπιαγωγό που είχε βρει καταφύγιο στην Αταλάντη.
Πώς όμως σ' εμάς τα παιδιά να κολλήσει ύπνος με τον Ντορή στον διάδρομο; Κάθε τόσο ο φουκαράς, μακριά από το ζεστό παχνί του και τις βολές του, χάλαγε τον κόσμο κτυπώντας με τα πέταλά του τα πλακάκια και χλιμιντρίζοντας παραπονεμένα. Σηκώθηκα δυο-τρεις φορές κρυφά, ξιπόλητος και μπουμπουλωμένος βγήκα στον διάδρομο και πήγα και τον χάιδεψα στα σκοτεινά στα καπούλια. Μ' έγλειψε στο μέτωπο και το σάλιο του ήταν ζεστό, αχνιστό.
Κατά τις δέκα την άλλη μέρα, Χριστούγεννα, το ακούραστο εκείνο αγροτικό θεριό έζεψε πάλι τον Ντορή και ξεκίνησε μέσα στον χιονιά να γυρίσει πίσω, δέκα ώρες δρόμο, να κάνει Χριστούγεννα βράδυ με γυναίκα, μάνα και αδελφάδες.
Η μάνα καθάρισε πίσω από τη σκάλα τις ακαθαρσίες του Ντορή. Όμως για μήνες μετά ο Ντορής είχε αφήσει μιαν περίεργη, ευεργετική αύρα, μια στοργική ζωώδη μυρωδιά που ακόμη και τώρα τη φέρνω στη μνήμη μου και γαληνεύω.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΤΑ ΝΕΑ", φ. της 23/12/2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου